«…δεν νομίζω ότι για αυτό εκπλήσσεται κανείς. Ήταν η πιο άνευρη, αδιάφορη και υποτονική προεκλογική περίοδος που έχει ποτέ διανυθεί. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες ευρωεκλογές του 2019 και 2014 που είχαν αποτελέσει προάγγελο πολιτικής αλλαγής, οι φετινές ευρωεκλογές έρχονται μετά από δύο γύρους εθνικών και άλλους δύο δημοτικών εκλογών μέσα σε μόλις έναν χρόνο. Συνεπώς, ό,τι είχαν να δηλώσουν οι πολίτες, το δήλωσαν, τουλάχιστον τέσσερις φορές φέτος. Αυτό που μένει να κριθεί είναι το πώς θα κυβερνήσει τα υπόλοιπα 3 χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με πόση πολιτική (και εσωκομματική) δύναμη και από την άλλη- δεδομένου ότι ο χώρος του κέντρου έχει προ πολλού αλωθεί από τον ίδιο- θα φανεί ποιος έχει μεγαλύτερη απήχηση στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ένας διαχωρισμός απαραίτητος να γίνεται ανάμεσα στους δυο ιδεολογικούς χώρους, διότι ομολογώ αδυνατώ να αντιληφθώ πως ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ανήκει ξαφνικά στον χώρο της Κεντροαριστεράς και θα μπορούσε να μπει στον ίδιο πολιτικό σχηματισμό με στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία- για όποιον δεν έχει πολιτικό Αλτσχάιμερ θυμάται ότι- στοχοποιούσε ως «δοσίλογους», «προσκυνημένους», «Τσολάκογλου». Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι αμφότεροι δεν δείχνουν να ελκύουν τους ψηφοφόρους, αφού αμφότεροι προτάσσουν ως κύριο αίτημα «να φύγει ο Μητσοτάκης», χωρίς να εξηγούν τι θα συμβεί μετά, αφήνοντάς το στην φαντασία των ψηφοφόρων.

      Γενικά σε αυτές τις εκλογές μοιάζει σαν οι ομάδες να αγωνίζονται σε δύο διαφορετικά γήπεδα. Στο ένα γήπεδο το επικοινωνιακό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη εστίασε στρατηγικά σε θέματα της καθημερινότητας, προσανατολίζοντας  την καμπάνια σε μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα προηγούμενα πέντε χρόνια και όσες υπόσχεται ότι θα υλοποιήσει τα επόμενα τρία. Στο άλλο γήπεδο η επιχειρηματολογία συμπυκνώνεται στο «να φύγει ο Μητσοτάκης γιατί είναι αλαζόνας», με την προεκλογική ρητορική να περιστρέφεται σε λαδέμπορες, εγκλήματα, «υπουργούς δολοφόνους» και το σπίτι του Βολταίρου. Η λάμψη που έφερε στον ΣΥΡΙΖΑ το φωτογενές και λαμπερό πρόσωπο του Στέφανου Κασσελάκη έσβησε από την ακατανόητη εμμονή του κόμματος σε ρητορικές της εποχής του προκατόχου του, που έτσι κι αλλιώς αποδοκιμάστηκαν με το ταπεινωτικό 17,5%. Δυστυχώς, μετά από μία μικρή παύση ηπιότητας και ερωτηματολογίων που προιδέαζαν για σαρωτικές αλλαγές, ο κομματικός μηχανισμός επανήλθε δριμύτερος με κατηγορίες για «υπουργούς που σκοτώνουν παιδιά», στοχοποίηση των ΜΜΕ και με χυδαιολογίες, fake news και δολοφονίες χαρακτήρα από τα τρολ του κόμματος που τραβούν στον βούρκο και τον αρχηγό.

     Η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το ότι στο γήπεδο που επέλεξε να παίξει δεν υπάρχει αντίπαλος. Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να παίζει σε ένα γήπεδο που δεν μαζεύει πια οπαδούς. Αυτό τουλάχιστον φάνηκε σε κάμποσες εκλογές που προηγήθηκαν. Η εποχή που μπορούσε να οικοδομηθεί πολιτικό κεφάλαιο  με μαγκάλια, πλατείες και λιποθυμίες τελείωσε στις εκλογές του 2019. Παρόλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε σε αυτή την επιχειρηματολογία με ΝΔ_παιδεραστές, τσιμπήματα σκορπιού στη δήθεν νεκρή μικρή Μαρία και εργαλειοποίηση του πόνου με όχι και πολύ καλά αποτελέσματα τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023. Τώρα επανέρχεται ξανά με «εγκλήματα», εισαγγελικό λόγο, στοχοποίηση του Τύπου που ασκεί κριτική, τραγωδίες σε hashtag.

    Λένε ότι ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα. Και μπορεί να μην είναι φράση του Αινστάιν, όπως του έχει αποδοθεί, αλλά φοβάμαι ότι στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τείνει να αποδειχθή ακριβής.»